Η Κουντούζ είναι μια μικρή πόλη των περίπου 300.000 κατοίκων στο βόρειο Αφγανιστάν, γνωστή ως Δράψακα στο ιστορικό Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής. Αποτελεί την πρώτη στάση στη χώρα για τους ταξιδιώτες που διασχίζουν τα σύνορα από το Τατζικιστάν, καθώς εκεί ολοκληρώνεται η διαδικασία της βίζας που εκδίδεται στα σύνορα, με την σφραγίδα εισόδου.
Ως πόλη δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο να προσφέρει στον ταξιδιώτη, πέρα από τις πολύβουες αγορές και το εξαιρετικό φαγητό, όπως άλλωστε και ολόκληρη η χώρα.
Εγώ έφτασα αργά το βράδυ από τα σύνορα Shir Khan, και μετά την ταλαιπωρία της 2ήμερης καθυστέρησης για την έκδοση της βίζας μου, το πρώτο πράγμα που ήθελα να κάνω ήταν να δοκιμάσω τα διάσημα κεμπάπ του Αφγανιστάν! Πριν φτάσουμε λοιπόν στο ξενοδοχείο, κάναμε μια σύντομη στάση με τον συνοδό μου Abdul σ’ ένα κεντρικό εστιατόριο. Εκεί μέσα ήμουν η μοναδική τουρίστρια, και παρ’όλο που είχα την επιλογή να καθίσω κανονικά στην κεντρική αίθουσα μαζί με τους υπόλοιπους πελάτες, προτίμησα τον διπλανό άδειο χώρο, για να απολαύσω το δείπνο μου χωρίς την υποχρεωτική, ενοχλητική μαντίλα.
Η βραδιά έκλεισε στο ξενοδοχείο «5Star» που μου πρότεινε ο Abdul, καθώς δεν είχα ούτε χρόνο, ούτε κουράγιο για να ψάξω κάτι άλλο. Το δωμάτιο δεν ήταν φθηνό για ένα άτομο, πλήρωσα 1.300afg/βραδιά χωρίς πρωϊνό (περίπου 15€), αλλά ήταν τουλάχιστον μεγάλο, σχετικά καθαρό και με δικό του μπάνιο.
Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε νωρίς, με πρώτη στάση ένα ανταλλακτήριο στην κεντρική αγορά, όπου άλλαξα πολύ εύκολα και σε καλή ισοτιμία € σε αφγανικό νόμισμα. Στη συνέχεια επιστρέψαμε στα σύνορα για τελευταία φορά, για να πληρώσω τη βίζα και να παραλάβω τα 100€ που είχα αφήσει ως εγγύηση.
Για τις μετακινήσεις από/προς Kunduz – σύνορα Shir Khan χρησιμοποιήσαμε shared taxi. Η τιμή ανά άτομο ήταν 500 afghani για τη διαδρομή 1 ώρας, αλλά καθώς ήμουν υποχρεωμένη να πληρώνω και τα έξοδα του συνοδού μου, το κόστος των μεταφορικών ήταν διπλάσιο κάθε φορά.
Επιστρέφοντας από τα σύνορα, κατευθυνθήκαμε προς το Υπουργείο Εξωτερικών για τη σφραγίδα της βίζας, όπου η διαδικασία ήταν εύκολη και γρήγορη. Η επόμενη στάση ήταν το γραφείο του Υπουργείου Πολιτισμού (Information & Culture Directorate) για την έκδοση 2 αδειών, καθώς το αρχικό μου πλάνο ήταν να φύγω την επόμενη ημέρα από Κουντούζ, με προορισμό την πόλη Μαζάρι Σαρίφ.
Σύμφωνα με τους επίσημους κανονισμούς της κυβέρνησης, για κάθε περιοχή που θέλει να επισκευθεί ο ταξιδιώτης θα πρέπει να εκδώσει την αντίστοιχη άδεια από το Υπουργείο Πολιτισμού. Η διαδικασία αυτή γίνεται κανονικά στην Καμπούλ, αλλά εφόσον εγώ έμενα στην Κουντούζ, είχα τη δυνατότητα να εκδώσω και από εκεί την άδεια για την Μαζάρι Σαρίφ. Γνώριζα ότι οι άδειες δίνονταν δωρεάν, εφόσον όμως είχα προσλάβει «επίσημο ξεναγό», μου είπαν ότι θα έπρεπε να τις πληρώσω. Έτσι έκανα αίτηση μόνο για την άδεια της Κουντούζ, η οποία κόστισε 1000afg και αποφάσισα να αλλάξω τα σχέδιά μου και να πάω κατευθείαν στην Καμπούλ την επόμενη ημέρα, όχι μόνο για να εκδώσω δωρεάν τις υπόλοιπες άδειες για τις περιοχές που ήθελα να επισκευθώ, αλλά και για να ζητήσω από τον Υπουργό να με απαλλάξει από τον «ξεναγό» μου και να μου επιτρέψει να ταξιδέψω μόνη στη χώρα. Και στα δύο γραφεία οι υπάλληλοι που με εξυπηρέτησαν ήταν φυσικά Ταλιμπάν, με τους οποίους επικοινωνούσα εγώ η ίδια, είτε με αγγλικά με όποιον γνώριζε, είτε με τη βοήθεια του μεταφραστή μου. Δεν αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα, ή κάποια άσχημη συμπεριφορά που να με φέρει σε δύσκολη θέση, το αντίθετο μάλιστα, ήταν όλοι τους πολύ ευγενικοί.
Στα παζάρια της Κουντούζ
Δείπνο σε τοπικό εστιατόριο με τον ντόπιο συνοδό μου
Η εξαιρετική κουζίνα του Αφγανιστάν προσφέρει ιδιαίτερα τοπικά πιάτα όπως πιλάφι και μαντί
Πεντανόστιμα κεμπάπ
Εστιατόριο στην Κουντούζ
Καλεσμένη σε γαμήλιο γλέντι
Αφού ξεμπέρδεψα επιτέλους με τα γραφειοκρατικά, έφτασε και η ώρα να εξερευνήσω τα υπαίθρια παζάρια της Κουντούζ! Συνεχίζοντας με βόλτες μέχρι τελικής πτώσεως, πέρασε ευχάριστα το απόγευμα φωτογραφίζοντας πωλητές και περαστικούς, οι οποίοι παρεμπιπτόντως ήταν ανέλπιστα φιλικοί και δεκτικοί απέναντι στην κάμερα.
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο με περίμενε μία ακόμα έκπληξη, καθώς στις υπόγειες αίθουσες είχε ήδη ξεκινήσει το γαμήλιο πάρτυ ενός ζευγαριού. Κατόπιν συνεννόησης με τον συνοδό μου, κατάφερα να μπω κι εγώ ως προσκεκλημένη, και η αλήθεια είναι ότι αυτό που έζησα εκεί κάτω ήταν πραγματικά εντελώς απρόσμενο!
Οι αίθουσες ήταν δύο και χωρίζονταν σε γυναικών και αντρών. Εμένα με συνόδεψαν μέχρι την πρώτη, που ήταν γεμάτη με γυναίκες κάθε ηλικίας αλλά και μικρά αγόρια. Στην είσοδο με παρέλαβε μια κυρία με όνομα κάτι σε «Σάκρα» – εγώ τη φώναζα Σακίρα – και η οποία ανέλαβε να μου φορέσει σωστά τη μαντίλα για να μη φαίνονται τα μαλλιά μου. Σε λιγότερο από μισάωρο την είχα βγάλει, όπως και οι υπόλοιπες άλλωστε εκεί μέσα, καθώς καμία δεν ήταν ντυμένη όπως κυκλοφορούσαν έξω στον δρόμο! Όλες τους ήταν απίστευτα περιποιημένες, χωρίς μαντίλες, με έντονο μακιγιάζ και νύχια, και φορέματα παρόμοια με των δικών μας δεξιώσεων, φορτωμένα με τεράστια μπιχλιμπίδια. Γινόταν ένας χαμός από φασαρία, το φαγητό είχε ήδη σερβιριστεί, και οι προσκεκλημένες τριγυρνούσαν από τραπέζι σε τραπέζι περιμένοντας τους νιόπαντρους.
Η κατάσταση που επικράτησε στην αίθουσα από τη στιγμή που μπήκα ήταν αδιανόητη!
Μικρές μεγάλες τσίριζαν, με τραβούσαν για να κάτσω δίπλα τους, μου χάϊδευαν τα μαλλιά, έβγαιναν σελφις μαζί μου και μου μιλούσαν ακατάπαυστα, λες και καταλάβαινα τη γλώσσα τους! Κατάφερα να επικοινωνήσω λίγο μόνο με δύο-τρία νεαρά κορίτσια που γνώριζαν κάποια βασικά αγγλικά και έτσι η ώρα πέρασε σχετικά ευχάριστα. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε και το ζεύγος. Ήταν δύο νέα, όμορφα παιδιά που κάθισαν κατευθείαν σε δυο καρέκλες, τοποθετημένες ήδη στην μια πλευρά της αίθουσας, χωρίς να κάνουν τίποτε άλλο. Η μουσική γενικά απογορεύεται από την κυβέρνηση των Ταλιμπάν, οπότε η μόνη διασκέδασή τους εκείνο το βράδυ ήταν η επαφή με τις καλεσμένες.
Οι νιόπαντροι αποχώρησαν λίγο αργότερα για τη διπλανή αίθουσα, κι εμένα με έβαλαν να κάτσω σε ένα λιγότερο κεντρικό τραπέζι, για να μπορέσω επιτέλους να φάω με την ησυχία μου. Ακόμα κι εκεί όμως εξακολουθούσαν να έρχονται κοπέλες για φωτογράφιση, μέχρι που με κούρασε όλη εκείνη η φασαρία και επέστρεψα στο δωμάτιό μου.
Η εμπειρία ήταν πραγματικά πολύ ιδιαίτερη, και μου προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα:
από τη μια, χαιρόμουν που έβλεπα εκείνες τις καταπιεσμένες γυναίκες να είναι ντυμένες στην τρίχα, να μιλάνε και να γελάνε φυσιολογικά σα να μη συμβαίνει τίποτα. Από την άλλη, με πλάκωνε ένα βάρος όλο το βράδυ, όσο σκεφτόμουν ότι εκείνη η ευτυχία που έβλεπα στα πρόσωπά τους ήταν πλασματική. Πόσους περιορισμούς είναι αναγκασμένες να ανέχονται, πόσο χαμηλή είναι η θέση τους στην κοινωνία της χώρας, τι ευκαιρίες και τι επιλογές ΔΕΝ έχουν σε σχέση με όλες εμάς τις υπόλοιπες γυναίκες του πλανήτη;
Και το χειρότερο, μου προκάλεσε απίστευτη στεναχώρια η συμπεριφορά τους απέναντί μου: με έκαναν να αισθάνομαι ως κάτι το εξωπραγματικό, με κοιτούσαν σα να ’βλεπαν εξωγήϊνο, χαίρονταν όταν με άγγιζαν όπως ένα μωρό με το παιχνίδι του, ίσως και για κάποιες να ήμουν η μοναδική τους επαφή με τον έξω κόσμο και να μην είχαν ξαναδεί ξένη γυναίκα, ποτέ στη ζωή τους!
Με έπιασε θλίψη ακόμα και για το ζευγάρι, που αν και ευτυχώς ήταν δύο νέοι άνθρωποι, μπήκαν σε μια αίθουσα χωρίς μουσική, χωρίς χορούς και πανηγύρια, παρά μόνο με μια ενοχλητική βουή, και που ποιός ξέρει εάν ήθελαν πραγματικά να παντρευτούν ο ένας τον άλλον, ή ήταν ένα ακόμα προξενιό προσυμφωνημένο από τις οικογένειες…
Φωτογραφίες από το γλέντι δυστυχώς δεν έχω, γιατί δεν μου το επέτρεψαν. Η φωτογράφιση των γυναικών απαγορεύεται ρητά στη χώρα, εκτός εάν ζητήσεις την άδειά τους και κάποια συμφωνήσει. Εγώ ζήτησα την άδεια των κοριτσιών που είχαν ήδη φωτογραφηθεί μαζί μου και τις ελάχιστες φωτογραφίες που έβγαλα, τις κράτησα στο αρχείο μου ως ενθύμιο, αφού με παρακάλεσαν να μην τις δημοσιεύσω. Η μοναδική που έχω συμπεριλάβει σε αυτό το άρθρο, είναι εκείνη με τις δύο κοπέλες που φόρεσαν μπούργκα και νικάμπ, για να μην φαίνονται τα πρόσωπά τους.
Την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε πολύ νωρίς νωρίς το πρωϊ με νοικιασμένο ταξί, καθώς μας περίμενε μια ατελείωτη και δύσκολη διαδρομή προς την πρωτεύουσα Καμπούλ.
Ο κεντρικός δρόμος από Κουντούζ για Καμπούλ ήταν κλειστός λόγω έργων, και αναγκαστικά θα έπρεπε να διασχίσουμε τα βουνά της περιοχής Baghlan μέσα από χωματόδρομους. Η διαδρομή σε γενικές γραμμές ήταν ούτως ή άλλως δύσκολη, μόνο που την έκανε ακόμα χειρότερη ο απαράδεκτος τρόπος οδήγησης του ταξιτζή. Στο μεγαλύτερο μέρος ένοιωθα πολύ άσχημα, με ναυτία και εμετούς, κι έτσι έχασα εκείνη τη μέρα τα συγκλονιστικά τοπία του ορεινού Αφγανιστάν. Κάναμε 3 στάσεις συνολικά, μία στο Doshi, το χωριό του Abdul, για να παραλάβουμε την οικογένειά του που θα κατέβαιναν μαζί μας στην Καμπούλ, και άλλες δύο σε τυχαία χωριά πάνω στο δρόμο.
Μετά από σχεδόν 15 ώρες οδήγησης και αφού είχε ήδη σκοτεινιάσει, φτάσαμε τελικά στην πρωτεύουσα.